αμαγείρευτος

αμαγείρευτος
-η, -ο και αμαγέρευτος, -η, -ο
1. αυτός που δε μαγειρεύτηκε καλά ή καθόλου: Είχε ακόμη το φαγητό αμαγείρευτο.
2. αυτός που δεν προετοιμάστηκε με κατάλληλες ενέργειες: Η δουλειά δεν πήγε καλά, γιατί ήταν αμαγείρευτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμαγείρευτος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός 2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • άφλεκτος — η, ο (AM ἄφλεκτος, ον) αυτός που δεν φλέγεται νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί αρχ. ο αμαγείρευτος …   Dictionary of Greek

  • απύρωτος — η, ο (Α ἀπύρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. άβραστος, αμαγείρευτος 3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη) …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”